απογεμίζω

απογεμίζω
(Α ἀπογεμίζομαι)
1. γεμίζω εντελώς, ολοκληρώνω το γέμισμα
αρχ.
(-ομαι) (για πλοία) ξεφορτώνομαι, αδειάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απογεμίζω — απογεμίζω, απογέμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απογεμίζω — και απογιομίζω ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ξεγεμίζω, αδειάζω: Ο διμοιρίτης έδωσε την εντολή να απογεμίσουν τα όπλα τους. 2. συμπληρώνω το γέμισμα, παραγεμίζω: Απογέμισαν όλα τα πιθάρια του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • απογέμισμα. το — απογέμισμα, το ατος, το αποτέλεσμα του απογεμίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”